-
1 θύελλα
A hurricane, squall (cf. Arist.Mu. 395a6),κακὴ ἀνέμοιο Il.6.346
, al.; μισγομένων ἀνέμων.. θ. Od.5.317; πυρός τ' ὀλοοῖο θύελλαι, prob. thunderstorms, 12.68; κούρας ἀνέλοντο θ. 20.66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. 10.48, cf. S.El. 1151; ποντία θ. Id.OC 1660; in similes,φλογὶ ἶσοι ἠὲ θυέλλῃ Il. 13.39
; ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ. Hes.Sc. 345: metaph., ἄτης θύελλαι (nisi leg. θυηλαί, q. v.) A.Ag. 819; ὀχλικὴ θ. Phld.Rh.1.184S.
См. также в других словарях:
PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… … Hofmann J. Lexicon universale
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek